Monday

ποταμός

Κίνησε από κει όπου είχε καταπλεύσει
κι έχει ήδη διανύσει τη διαδρομή
της άσκησης.
Το διάφανο χώρο, ανάμεσ' απ’ τ’ αόρατα
ως το γαλάζιο θόλο, αχνός ανηφόρισε
κι άφησε τότε το δάκρυ ελεύθερο
- έβρεχε ο λυγμός ώρες ατέλειωτες -
να πέσει βαρύ, να κυλήσει βαθιά
μέσα στα σκοτεινά της γης
το υγρό του σώμα.
Ψηλαφώντας τυχαίες ερμηνείες,
τυφλός γλιστρά έξω απ’ το βράχο,
βγαίνει μέσα στο φως
κρυστάλλινος.
Στο κελάρυσμα ιστορεί το ταξίδι,
την εντός περιπέτεια,
και ό,τι φέρει στα κύτταρά του
- όπου η μνήμη του μέλλοντος γεγονότος
γραμμένη να το καλωσορίσει ως γνώριμο
σαν έρθει -
το ταξίδι για το οποίο πρόκειται
να αποπλεύσει,
το ταξίδι μες στο οποίο ονειρεύεται
ότι κυλάει τα νερά του.
Φεύγει μες στο φως
ο ποταμός,
απολησμονά ό,τι γνώρισε
κι απ’ την αρχή
χαράζει επάνω στο κορμί της γης
τη δική του ρότα, πλέει,
κατηφορίζει,
κοίτη ορίζει, υψώνει όχθες,
ποτίζει αθωότητα το διψασμένο χώμα,
προσδοκία ξυπνά,
τα κοφτερά λειαίνει της πέτρας,
στη σκιά της λεύκας χρονοτριβεί,
ευκάλυπτο εισπνέει,
ησυχάζει, τον αγέρα αν ακούσει
να σφυρίζει στον πλάτανο,
ένα άλλο ποτάμι αίφνης τον σμίγει,
καταρράκτης κυλά τα απόκρημνα,
εδώ φιλόξενος, ξένος σε λίγο
εδώ η τύρβη:
πόλεις, λιμάνια,
φουσκώνει εκεί εχθρική η μοναξιά,
εδώ ένα σπίτι για τους ψαράδες,
ανοίγει αγκαλιά την έξοδο
για τα πουλιά,
την ωκεάνια μνήμη
ξαφνιάζει

2 comments:

  1. Ακούω τις λέξεις σου να σωπαίνουν μεσ τη φιλόξενη μοναξιά τους
    Αυτό το ποτάμι φουσκώνει μέσα μου παλίρροια ρέμβης

    ReplyDelete
  2. Όλη μέρα τραγουδούν οι λέξεις και το βράδυ ησυχάζουν εδώ, πάνω στο τραπέζι. Περιμένουν να τις διαλέξω, να τις βάλω να σχηματίσουν τις εικόνες του κόσμου μου. Εκείνες το γαλανό ποτάμι να κυλάει, αυτές το πράσινο δάσος να το κρύβει, ετούτες το βουητό να το υποδηλώνει. Κι αυτές εδώ το πλοίο που ταξιδεύει ανάμεσα στα λιμάνια κι ενώνει τους ανθρώπους που ζουν τις εύφορες όχθες του.

    ReplyDelete